- λυκήλατος
- λυκήλατος, ὁ (Α)(κατά τον Ησύχ.) το χέλι.[ΕΤΥΜΟΛ. < λύκος + -ήλατος (< ἐλατός < ἐλαύνω), πρβλ. θε-ήλατος, τροχ-ήλατος. Το -η- τού τ. οφείλεται στη λειτουργία τού νόμου τής «εκτάσεως εν συνθέσει»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.